πρωτοφανής

πρωτοφανής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, και πρωτοφάνερος, -η, -ο αυτός που για πρώτη φορά έγινε ή παρουσιάστηκε, φάνηκε, αλλ. πρωτόφαντος, καταπληκτικός: Πρωτοφανής τόλμη. – Πρωτοφανής αναίδεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πρωτοφάνης — masc acc pl (attic epic doric) Πρωτοφάνης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πρωτοφάνης masc nom sg Πρωτοφάνης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανής — appearing first masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανής — ές, ΝΑ αυτός που εμφανίζεται, γίνεται ή συμβαίνει για πρώτη φορά νεοελλ. συνεκδ. καταπληκτικός, ασυνήθιστος, παράδοξος («πρωτοφανής θρασύτητα»). επίρρ... πρωτοφανώς / πρωτοφανῶς ΝΑ με πρωτοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φανής (< φαίνω/… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφανῆ — πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτοφανής appearing first masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανεῖ — πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανεῖς — πρωτοφανής appearing first masc/fem acc pl πρωτοφανής appearing first masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανές — πρωτοφανής appearing first masc/fem voc sg πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανέστατον — πρωτοφανής appearing first masc acc superl sg πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτοφανῶν — Πρωτοφάνης masc gen pl (attic epic doric) Πρωτοφάνης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφανῶν — πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”